- μελοποιώ
- (Α μελοποιῶ, -έω) [μελοποιός]συνθέτω τη μουσική πεζού ή ποιητικού έργου2. συνθέτω λυρικά ποιήματααρχ.1. προσαρμόζω ποιήματα στη μουσική («ἐλεγεῑα μεμελοποιημένα», Πλούτ.)2. εκφράζω κάτι με μουσική.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μελοποιώ — μελοποιώ, μελοποίησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μελοποιώ — μελοποίησα, μελοποιημένος, συνθέτω τη μουσική πεζού ή ποιητικού έργου: Τον Ολυμπιακό Ύμνο μελοποίησε ο Σπύρος Σαμάρας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μελοποιῶ — μελοποιέω make lyric poems pres subj act 1st sg (attic epic doric) μελοποιέω make lyric poems pres ind act 1st sg (attic epic doric) μελοποιός maker of songs masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελοποιῷ — μελοποιός maker of songs masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελοποιῶι — μελοποιῷ , μελοποιός maker of songs masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμελωδώ — έω, Μ μελοποιώ προηγουμένως ή εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + μελῳδῶ «μελοποιώ, συνθέτω μέλος»] … Dictionary of Greek
-ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… … Dictionary of Greek
αμελοποίητος — η, ο [μελοποιώ] (για ποιητικά έργα) αυτός που δεν μελοποιήθηκε, δεν προσαρμόστηκε σε μουσική … Dictionary of Greek
εντείνω — (AM ἐντείνω) Ι. 1. τεντώνω, τανύω («εντείνω τη χορδή», «ἱμάντας ἔταμε καὶ ἐνέτεινε τὸν θρόνον») 2. επιτείνω, δυναμώνω («εντείνω τις προσπάθειές μου») 3. διεξάγω με μεγαλύτερη ένταση («εντείνω την πολιορκία», «εντείνεται η κακοκαιρία») αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
μελοποίηση — η η σύνθεση μουσικής για πεζό ή ποιητικό έργο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μελοποιώ. Η λ., στον λόγιο τ. μελοποίησις, μαρτυρείται από το 1862 στον Π. Κουπιτώρη] … Dictionary of Greek